κατεμπίμπρημι

κατεμπίμπρημι
κατεμπίμπρημι (AM)
(επιτ. τ. τού εμπίμπρημι*) καταστρέφω κάτι με τη φωτιά, κατακαίω («σάρκα τήνδε τὴν έμήν κατεμπρήσας πυρί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐμ-πίμπρημι «κατακαίω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσκατεμπίμπρημι — Α κατακαίω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατεμπίμπρημι «κατακαίω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”